ἀθῳώσῃς

ἀθῳώσῃς
ἀθῳόω
to hold guiltless
aor subj act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αποφευκτικός — ἀποφευκτικός, ή, όν (Α) 1. ο χρήσιμος για αποφυγή ή διαφυγή 2. (πληθ. ουδ.) τα αποφευκτικά μέσα αθώωσης ή απαλλαγής …   Dictionary of Greek

  • μυστήρια — Τυπική λατρευτική έκφραση, που έφτασε στο αποκορύφωμά της κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Αβέβαιη είναι η ετυμολογία της λέξης, η οποία προέρχεται από μια ρίζα που έχει παραγάγει μερικές λέξεις με θρησκευτική σημασία, μεταξύ των οποίων ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”